Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

ΛΕΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Che fece .... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.

[1901]
Καβάφης Κ. Π.

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1999) 'Απαντα ποιητικά.Αθήνα 1999,Εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, σελ.27

Είναι ορισμένα πράγματα σε αυτή τη ζωή που δέν διακυβέυονται, δέν αμφισβητούνται, δεν μπαίνουν στο ζύγι της διλημματικής λογικής, δεν διαπραγματεύονται, αποτελούν γονιδιακή αυθεντία και ασυνείδιτος αυτοπροσδορισμός. Είναι η ταυτότητα και συνάμα η προσδοκία και το όνειρο. Μήν τα αγγίζετε λοιπόν γιατί αποτελούν εργαλεία ενσωματωμένα στην υπαρκτική μας ετερότητα και φορείς ποιτικής διάχισης.
Σπιθαμιαίοι μπορεί να ωφεληθείτε και εσείς απο αυτήν. Πού ξέρεις....

Βρε που έχω βάλει τις στρατιωτικές μου αρβύλες..Είμαι σίγουρος ότι κάπου εδώ ήταν.
Άραγε θα μου κάνουν μετά τόσα χρόνια?

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

ΟΜΟΡΦΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΜΟΡΦΑ ΚΑΙΓΕΤΑΙ

The characteristics of good jobs have been identified , and include learning new things, gaining security, being autonomous (i.e. deciding how to do the work) , having convenient hours , performing a variety of tasks , being interesting (i.e., requiring activity the job holder likes to do), paying well, offering good physical working conditions and providing a good fit between the worker’s experience and the job requirements.

Πηγή: AKABAS, S.(1988) Women , Work and Mental Health: Room for Improvement. Journal of Primary Prevention,9,(1&2),p.p.130-140.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

ΕΠΙΝΗΟΙ ΚΩΠΗΛΑΤΕΣ


Είναι κάτι στιγμές που κόσμοι μακρινοί, αλησμόνητοι, συνεστιάζονται πραγματώνοντας μελωδικά το παρελθόν. Περνούν ασυνείδητα την άχρονη πύλη από την πρώιμη αμεριμνησία και την παραισθητική φωτοσκίαση στην βίαιη διακοπή της παρατεταμένης εφηβείας.

Τα σώματα ψάχνουν την αλήθεια στα άρρητα μηνύματα και στους συναισθηματικούς συμβολισμούς. Τα βλέμματα, οι αγκαλιές, τα περιγράμματα, συντήκονται σε αέναους ευφραντικούς στροβιλισμούς. Αγαπητικιές πιρουέτες, απαλλαγμένες από την τραχύτητα της διακύμανσης υλόφρονων κοινωνιών.

Η παρέα έχει τον δικό της κώδικα και αρχές δικαίου. Ισότιμα ψηλαφήματα με κανόνα την ανάμνηση και μέτρο την καρδιά.

Καμιά έκπτωση ανθρωπινότητας, ψυχές ξεγυμνωμένες επιδαψιλέυονται αμνηστεύοντας τα ένοχα παιδικά όνειρα.

Αμάραντα ζευγαρώματα απολαμβάνουν το ‘νυν’ και προσδοκούν το ‘αεί’ με τον ενθουσιασμό και την ελπίδα ν’ απαυγάζει το βρεφικό κληροδότημα που άξια ρήμαιται και προελαύνει κυρίαρχα, χαράζοντας καινούργιες ρότες, ανεξερεύνητες.

Είναι κάτι στιγμές που η άκρη μιας ματιάς, η βραχνάδα μιας φωνής, συμπτώματα όλα ασαράντιστης συνάντησης, σπαργανοδεμένης, αναδύουν αγνότητα και αλήθεια. Έτσι ανερμήνευτα υποχρεώνουν σε υψηλές ταξινομήσεις.

Ξάφνου γεμίζει ο νους με απορία, πώς μπορεί το ποσοτικό στοιχειώδες να μετουσιώνεται σε ποιοτικό μέγιστο και το πεπερασμένο σε διαρκές.

Υπέροχοι άνθρωποι, ακέραιοι, πέρα και πάνω από μιγαδικές ασημαντότητες.
Τίμια ισηγορία στο δικαίωμα της ζωής.

Στιγμές

Είναι κάτι στιγμές,
Τρυφερές και λεπτές,
Σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι
Σε γυρνούν απαλά,
Σε μεθούν σιωπηλά,…..

Είναι κάτι στιγμές,
Πλημμυρίζουν το χθες
Μαγεμένες σκιές,
Που ξοπίσω μου γράφουν τροχιά
Με κρατούνε θαρρώ
Σαν αλήθειες παλιές………

Είναι κάτι στιγμές,
Σα μικρές πινελιές
Ζωγραφιάς που δεν έχει ακόμα τελειώσει………

Στίχοι: Πολυξένη Βελένη
Μουσική: Νίκος Παπάζογλου

Είναι κάτι στιγμές όπως στην συνάντησή μας που ο χρόνος μου φαίνεται δάνειος και ανεπαρκής για να επικοινωνήσω ουσιαστικά με όλους αυτούς που θα ήθελα.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

ΟΛΑ ΚΑΛΑ

Όλα καλά όλα αλλάζουν μια συννεφιάζουν μια φέγγουν γλυκά
Κάποιος ξέρει τι μας συμφέρει ξέρει πιο καλά
Μες το τραύμα βρίσκω το θαύμα ψάχνω πιο βαθιά
Κλαίω γελάω χάνω νικάω λέω όλα καλά

Στίχοι: Ελεάνα Βραχάλη
Μουσική: Νίκος Αντύπας
Πρώτη εκτέλεση: Όλγα Βενετσιάνου

Η Θεσσαλονίκη της καρδίας

Σε αυτή την πόλη δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο θαλασσινό αεράκι και σε αυτό που φέρνει το άρωμα των πεύκων του Σέιχ Σού.
Υπάρχει κάτι άλλο.
Κάτι αληθινό.
Οι σχέσεις των ανθρώπων.
Οι καλημέρες που σε καθυστερούν από τον προορισμό σου.
Και ίσως αυτή η καθυστέρηση να είναι η ουσία και το μεγάλο κέρδος της ζωής.

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΥΣ 2

……ΠΕΡΙ ΑΠΩΛΕΙΑΣ

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το διάγραμμα του βίου δεν προκύπτει από την μοιρολατρική αποδοχή μιας προκαθορισμένης πορείας, αλλά αποτελεί μία μόνιμη κατάσταση λειτουργίας της οποίας οι εξωτερικές διαταραχές που προκαλούνται αυτοβούλως ή τυχαία αποσταθεροποιούν το σύστημα.
Όλο το μυστικό της επιτυχίας είναι ν’ αποφύγει κανείς ή να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις ‘ανεξέλεγκτες εξωτερικές διαταραχές’ που ταυτίζονται πότε με πρόσωπα και πότε με γεγονότα.

Ακόμα κι αν φύγειςγια το γύρο του κόσμου
θα ‘σαι πάντα δικός μου
θα 'μαστε πάντα μαζί

Η απώλεια του οικείου προσώπου ως τέτοια μας έδωσε πλήθος σκληρών μαθημάτων, ταχύρυθμα και ακατάσχετα. Το απόλυτο ασέλγησε και θρυμμάτισε εις τα εξ’ ων συνετέθη το σχετικό. Μόλυνε χρόνο, χώρο, και σώμα παροχετεύοντας ασύλληπτη δόση αιωνιότητας στα εγκεφαλικά μας κύτταρα.
Εμείς που μείναμε πίσω, στην παρθενική μας επαφή μαζί της καταπληγήκαμε, μετατραπήκαμε ξαφνικά σε αγενείς , αφιλόξενους, αρνηθήκαμε να εναρμονιστούμε με το τίποτα και να οικειοποιηθούμε την παρουσία του.

Όλα ‘γίναν νύχτα. Και τι απαντήσεις να δώσεις μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της. Πώς να διακονήσεις το άπειρο, το χάος. Το μόνο που σε σώζει είναι ότι η νύχτα έχει αρχή και τέλος[1]
που η προσδοκία του μπορεί να απαλύνει την ατέλειωτη μοναξιά που απότομα τα πάντα κυρίευσε.
Το πάγιο διακύβευσε την παρουσία του με άδηλα χαρακτηριστικά και έστειλε σε φυρόμυαλους ορίζοντες την επιτυχία της καρδιάς για τις παγίδες πού έντεχνα του έστησε.

«..Για να βλέπει κανείς δεν χρειάζεται να μελετήσει προηγουμένως την σύσταση του οφθαλμού. Το ίδιο συμβαίνει για να ζεί αλλά και για να πάψει.»[4]

Και δε θα μου λείπεις
γιατί θα 'ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί

Εκείνη η ικανότητα διάχυσης σε ονειρικές παραισθήσεις και η απαρασάλευτη εμπιστοσύνη στην πληρότητα και την αφθαρσία της είναι που κάνουν την ζωή ν’ αντιδρά σπασμωδικά όταν πλήττεται τόσο καίρια από γεγονότα απώλειας εμφανίζοντας νευματολατρικά συμπτώματα και τάση προς εμπράγματες επιστροφές. Πέρα από το χώμα και το μάρμαρο που λευκάζει παγερό, πέρα από τα έπιπλα, τα ρούχα, και τις μνήμες αγάπης που υπάρχουν τριγύρω. Η ζωή απεχθάνεται το αναπότρεπτο.[3]

Τα ήσυχα βράδια
η Αθήνα θ' ανάβει
σα μεγάλο καράβι
που θα 'σαι μέσα κι εσύ

Το παρόν της οικογένειας συγκλονίστηκε από μία αξόδευτη διάθεση αποτροπής, μη παραδοχής, σε μία άλλη εκδήλωση της διάστασης του απαρηγόρητου.
Ο θάνατος εξέδωσε δελτίο επικίνδυνων καιρικών φαινομένων συγκαλώντας γκρίζα σύννεφα στο υπερώο του ψυχισμού μας.
Για όλους εμάς τους εναπομείναντες η ζωή αποκάλυψε πλέον την προθεσμιακή και ληξιπρόθεσμη πλευρά της, σχεδόν χαριστική αναβολή και του δικού μας τέλους .[3]

Νοιώθεις ότι ο μύλος του εξάσφαιρου γύρισε μια θέση και σ’ έφερε πιο κοντά στην στιγμή που η θαλάμη και η κάνη θα ομοκεντριστούν ώσπου αργά ή γρήγορα κάποιο αμείλικτο, σκληρό, απαρασάλευτο χέρι θα στείλει και την δική σου σφαίρα στο μηδέν.

Μπορεί το πυρίμαχο γυαλί της μνήμης να χνωτίζεται, να θαμπώνει και στην υγρασία του να παρασέρνει σιγά σιγά την εικόνα του αγαπημένου μας, όμως τίποτα πια δεν μπορεί να εμποδίσει τον υποφαινόμενο να θέσει κι αυτός με την σειρά του υποψηφιότητα στα μαύρα κατάστιχα της αιωνιότητας.

Και δε θα σου λείπω
γιατί θα 'ναι ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ’ ακολουθεί

Ένας μεγάλος ογκόλιθος της φιλοσοφίας, ο Σοπενάουερ αναφέρει ότι η ζωή μοιάζει με ένα βουνό που μόνο σαν καταφέρεις να φτάσεις στην κορυφή του μπορείς να δείς την άλλη του πλευρά.[5] Ο θάνατος του οικείου πρόσφερε απλόχερα αυτή τη μακάβρια ορατότητα.

θα περνάει φωτισμένο
της ζωής μου το τρένο
που 'θα 'σαι μέσα κι εσύ

Σε κάθε θάνατο, απώλεια, χωρισμό μία περιοχή νεανικών κυττάρων νεκρώνεται καταστρέφεται, απαξιώνει τη λειτουργία της, τα αισθήματα πένθους και σπαραγμού απορροφούν ζωτικές ζώνες υγιούς παρελθόντος. Λησμονημένα σπάργανα πικρής πρότερης εμπειρίας επεμβαίνουν πολλαπλασιαστικά στον ίλιγγο της οδύνης των στιγμών τοκίζοντας βαριά το βιωματικό υπόλοιπο. Τελικά όλη μας η ζωή δεν είναι παρά μία ατέλειωτη πρόβα με μικρούς ψεύτικους θανάτους για διαλείμματα

«…Μονάχα σαν έβαλε πάνω στην βαλίτσα του, καταμεσής της κάμαρας ολομόναχος, κι άρχισε να κλαίει γνωρίζοντας, πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, την αθωότητά του.»ΥΣΤΑΤΗ ΩΡΑ.[1]

Η 28/1/2002 ήταν ίσως οι πλέον συγκλονιστική ημέρα στην ιστορικής πορεία της μέχρι τότε ενσυνείδητης ζωής μου. Βίωσα την ανείπωτη απώλεια σε όλες της τις λειτουργικές διαστάσεις με κάτι εκδικητικό που στόμωσε τον ζωοδότη αγωγό τροφοδοσίας και αισιοδοξίας της ύπαρξής μου.
Έκτοτε χορεύω μαζί της χορό σμιχτόστρεφο, μοιραίο, αδιάκριτο, ερωτικό, αιώνιο.

«Ανέβηκε στο λόφο, στάθηκε, κοίταξε γύρω, φώναξε. Πέτρες κατρακύλησαν κάτω, χτύπησαν τις πέτρες.» ΕΡΗΜΙΑ.[1]

Η χαρά στέρεψε και η αγνότητα της παιδικής ψυχής μου που κουβαλούσε μέσα της η ενήλικη αυταπάτη κηλιδώθηκε.
Η φωνή σώπασε στιγμιαία μη μπορώντας να πιστέψει, ν΄ αντέξει, να δει. Χάος απροσμέτρητο, μεγάλο, μαύρο ήρθε γρήγορα, ανήθικα. Χρωμάτισε το μέλλον με τόση λησμονιά που ο φθοροποιός χρόνος εξομαλύνθηκε επικίνδυνα.
Έρημος απλώθηκε παντού καταδικάζοντας σε τιμητική αποστρατεία κάθε γόνιμο σημείο γης. Τα πράγματα έχασαν την ζωτική σχέση με την ύπαρξή τους . Έμειναν να χάσκουν εξαθλιωμένα, καταδικασμένα σε μοριακή άσκηση ακινησίας δίχως νόημα.

«…θα την ξεκρεμάσουν
και μήτε τ’ άδειο καρφί δε θα μείνει στον τοίχο
ελευθερώνοντας την θέση του άδειου –
μια άλλη εικόνα θα κρεμάσουν, ενός άλλου,
πιο ενδοτικού, πιο αθώου, πιο υποκριτικού,
ίσως πιο ανθρώπου δηλαδή –
στα σίγουρα, πολύ πιο ανθρώπου
.» ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ.[1]

Καμιά τέχνη δεν μπόρεσε να γιατρέψει το τραύμα . Μόνο το μαύρο σφουγγάρι της ψυχής μαζεύει ακόμα αναμνήσεις, βλέμματα, εικόνες, λόγια, αγάπες.

Έρποντα, παραδαρμένα, κουρελιασμένα ράκη οι ψυχές μας απορρόφησαν τον συγκλονισμό ψάχνοντας νέες θέσεις μέσα στα συντρίμμια. Νέους δρόμους και νοήματα ζωής. Μετατοπίσαμε και επαναθρίσαμε τα πράγματα, αναζητώντας ξέφωτα και ακέραιες στιγμές ζωής, σταθμίζοντας ξανά τα παλιά και τα νέα κάδρα στους τοίχους. Ξεσκονίσαμε αχάριστα και επικαιρικά τις μεταφυσικές μας αναζητήσεις.

Θα μπορούσα ν’ αποκαλέσω τον εαυτό μου χριστιανό αν αρκούσε γι’ αυτό η πίστη στην παρουσία του Απόλυτου και η παραδοχή της ηθικής διδαχής του Ιησού. Δυστυχώς όμως ο κόσμος προτιμάει την λατρεία από την άσκηση. Είναι πολύ πιο εύκολο ν’ ανάψεις ένα κερί ή να προσφέρεις ένα τάμα από το ν’ ασκήσεις τον εαυτό σου . Είναι πιο εύκολο να χρησιμοποιήσεις τον μεσάζοντα (άγιο) - μέσα στην ατέλευτη - καιροσκοπική αθλιότητα μας, απ’ το να αντικρίσεις το Θεό στο πρόσωπο.[4]

«…τη στήνω στο δένδρο όχι καθόλου για να κοψω καρπούς, μονάχα για ν’ ανέβω, κι έτσι, κρυμμένος στα πυκνά φυλλώματα, να ξέρω πως έχει μείνει κάπου εκεί στην άδεια μου θέση, ένα σεμνό πουλί να τραγουδάει ακούραστα το αθάνατο τραγούδι της θνητότητάς μας.» ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ[1]

Η χριστιανική πίστη ενδυναμώνει τον θάνατο ως προσδιοριστικό παράγοντα και υπαρκτική αιτία, σ’ ένα πλαίσιο άρρηκτα συνδεδεμένο με την οικογένεια. Στην δική μας περίπτωση έπαιξε εκ’ των υστέρων τον δικό της ιαματικό ρόλο.

«Γιατί άραγε βλέπουμε τον κόσμο ξένο και εχθρικό? Μήπως επειδή μας συνήθισαν στην θαλπωρή του πατρικού σπιτιού?
Γιατί δεν μπορούμε να δεχθούμε τον θάνατο?
Μήπως γιατί μας συνήθισαν στην ιδέα της αιωνιότητας?
Μήπως ο άνθρωπος είναι κακομαθημένο παιδί που αρνείται (ή φοβάται) να δει την πραγματικότητα?»[4]

Ο δικός μας άνθρωπος ‘ ιδία βουλήσει’ θέλησε να επιστέψει στην ενδομήτρια ευδαιμονία, να επιστέψει πίσω στον χρόνο και να βρει τον χαμένο του παράδεισο. Η επιθυμία να ξανακολυμπήσει στο αμνιακό υγρό, χωρίς καταναγκασμούς και υποχρεώσεις, γαλήνια, ανυστερόβουλα, μακριά από την γήινη αγάπη της οικογενειακής θαλπωρής, ανεξήγητα.

« Cogita quamdiu eadem feceris: mori velle, non tantum fortis, aut miser, sed etiam fastidiosus potest.=Αναλογίσου πόσο καιρό κάνεις τα ίδια πράγματα. Όχι μόνον ο γενναίος ή ο άθλιος μπορεί να αισθανθεί την επιθυμία του θανάτου, αλλά και εκείνος που κουράστηκε από την ανία. Σενέκας , Επιστολές LXXVI.,6.»[2]

Μία φυσιογνωμία με κυρίαρχη την ευγένεια και την εντιμότητα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του συντονίζονταν με την καθησυχαστική πληρότητα κοινόκτητων αγαθών που ως τέτοια εκτιμώνται δυστυχώς σπάνια.

« …Το ξέρεις – ψιθύρισε – εκείνο που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στην ζωή σου» ΥΑΛΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΤΡΟΥ.[1]

Και δε θα σου λείπω
γιατί θα 'ναι ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ’ ακολουθεί

Αρλέτα.
Μουσική: Λ. Παπαδόπουλος
Στίχοι: Μ. Κριεζή

«Δεν ξέρω πώς ξεπερνιέται η απουσία – ίσως όμως είναι πιο εύκολη όταν σου κρατούν σφιχτά το χέρι»

Ρε παιδιά μήπως μεγάλωσα?…..Σκέφτομαι την ορφάνια και κρυώνω…κρυώνω πολύ. Νοσταλγώ το παρελθόν και βουρκώνω – εύκολα - .Τα γλέντια μας, τις νότες, τις αγκαλιές, τα στιχάκια, τα φιλιά.

Με την σκέψη στον πατέρα που με δίδαξε το γέλιο, αλλά και σ΄ αυτούς που ‘το’ μοιραστήκαμε από καρδιάς, στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο κρεβάτι, στον ίδιο αέρα.


[1] Σύμφωνα με την αρχαιότερη παράδοση που μας αφηγείται ο Ησίοδος στη "Θεογονία" του για την αρχή του κόσμου και την καταγωγή των θεών στην αρχή ήταν το Χάος, η Γη και ο Έρωτας. Αυτές οι τρεις πρωταρχικές θεότητες δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους, απλώς εμφανίστηκαν η μία μετά την άλλη. Το Χάος ήταν θεοσκότεινο, μαύρο και άραχνο χωρίς κανένα ίχνος ζωής. Απόλυτη σιωπή βασίλευε παντού. Αυτό το τρομακτικό, αρχικό ον ήταν απέραντο· δεν είχε αρχή μήτε τέλος. Ήταν τόσο αχανές, ώστε αν κάποιος ζούσε εκείνη την εποχή και μπορούσε να πετάξει, θα πετούσε σ' όλη του τη ζωή χωρίς να μπορέσει να φτάσει κάποτε σε κάποια κορυφή. Αλλά, και αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν κάποιος άρχιζε να πέφτει στο κατάμαυρο κενό, το Χάος, θα έπεφτε σ' όλη του τη ζωή χωρίς να φτάσει ποτέ του σε κάποιο τέλος.
Μέσα στην απεραντοσύνη του κοσμικού χρόνου προήλθαν κάποτε από το Χάος, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο ερωτικό σμίξιμο, δύο παράξενα όντα, το Έρεβος και η Νύχτα. Ήταν και αυτά τα όντα κατάμαυρα και σκοτεινά με τεράστιες φτερούγες. Θεόρατα και αλλοπρόσαλλα στέκονταν το ένα απέναντι από το άλλο ανοιγοκλείνοντας τα μαύρα μάτια τους, χωρίς να ανταλλάσσουν μεταξύ τους ούτε κουβέντα. Η απόλυτη ησυχία και η μοναξιά συνέχισε να κυριεύει το σύμπαν. Η μόνη διαφορά τους από το Χάος ήταν ότι είχαν αρχή και τέλος. Ήταν βέβαια πελώρια και θα χρειάζονταν κάποιος να τρέχει μήνες ολόκληρες για να φτάσει από τη μια φτερούγα τους στην άλλη, σίγουρα όμως θα έβρισκε κάποιο τέλος
Λένε πως πολύ αργότερα προήλθαν μέσα από τα σκοτεινά σπλάχνα της Νύχτας ο Ύπνος και ο Θάνατος, δυο αδέρφια που τόσο στενή σχέση έχουν μεταξύ τους και με τους ανθρώπους.
[1] Ρίτσος, Γιάννης. Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου. Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη. Αθήνα 2000.Εκδ. Κέδρος.
[2] Bacon, Francis.Δοκίμια, Θεσσαλονίκη 2000. Εκδ. Ζήτρος.
[3] Παπαγιώργη, Κωστή. Ζώντες και τεθνώντες. Αθήνα 1991.Εκδ.Καστανιώτη.
[4] Δήμου, Νίκος. Τρίπτυχο επικοινωνία, αγάπη, ελευθερία. Αθήνα 2002. Εκδ. Πατάκη.
[5] Yalom, Irvin. Η θεραπεία του Σοπερνάουερ. Αθήνα 2005, Εκδ. Αγρα.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Ξεκρέμασε τη ζακέτα της δίχως να κλάψει κι έφυγε -
σα να ξεκρέμασε το φεγγάρι απ' τον καλοκαιριάτικο ουρανό.

Αυτός δέν πίστευε. Περίμενε την ίδια νύχτα,
την άλλη μέρα και την άλλη. Περίμενε.

Σαν κλείσαν δυό βδομάδες, με το γύρισμα του φεγγαριού,
το 'ξερε πώς δέ θά ΄ρθει. Μοναχά ο καθρέφτης
έμεινε να θυμάται σαν παράθυρο ανοιχτό
σ' έναν ουρανό χωρίς φεγγάρι.
Γιατί είχε πάρει μαζί της τη ζακέτα της.

Γιάννης Ρίτσος