Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

ΕΣΘΙΩ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ


"ΆΛΑΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΑΝ ΜΗ ΠΑΡΑΒΑΙΝΕΙΝ"[1]

«Για τους Έλληνες ήταν αδιανόητο να φάνε[2] μόνοι. Ο Πλούταρχος λεει ότι το να φάει κανείς μόνος του "δεν σημαίνει να γευματίσει, αλλά να γεμίσει το στομάχι του σαν τα ζώα". Γι' αυτό, εκτός της πρόσκλησης καλεσμένων, υπήρχαν διάφοροι τρόποι να φάει κανείς με συντροφιά: οργάνωναν συμπόσια στα οποία οι συνδαιτυμόνες συνέβαλαν εξίσου ή ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Αυτά τα συμπόσια γίνονταν σε νοικιασμένες αίθουσες ή στο σπίτι μιας εταίρας. Κάποτε κάθε συνδαιτυμόνας έφερνε το φαγητό του στο καλάθι.Τα προγράμματα του φαγητού δεν ήταν υπερβολικά. Σε μια κωμωδία λέγεται ότι ένα τραπέζι στην Αθήνα είναι πολύ ωραίο στην εμφάνιση, μα δεν χορταίνει ένα πεινασμένο στομάχι. Στους Διαλόγους του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα οι συνδαιτυμόνες δεν συζητούν καθόλου για τα φαγητά. Το κλασικό ιδανικό της Αττικής απαιτούσε το φαγητό να προσφέρεται ωραία αλλά να μην είναι πολύ. Να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, γιατί το κύριο δεν ήταν το φαγητό αλλά n συντροφιά των συνδαιτυμόνων και οι συζητήσεις.»[3]

Ας κρατήσουν οι χοροί
και θα βρούμε αλλιώτικα στέκια επαρχιώτικα βρε
ώσπου η σύναξις αυτή
σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί

Δεν πρόκειται για την «δια στοιχείων οινοπνεύματος δηλητηρίαση» ούτε καν αυτό που στην μετανεωτερική κουλτούρα ονομάζεται ‘τσιμπούσι’. Η αρχαιοελληνική όμως ερμηνεία του συμποσίου έρχεται να προσεγγίσει ρεαλιστικότερα την σκηνή και την ανάγκη. Είναι ακριβώς το μεσοδιάστημα που χωρίζει την μέθη από την διαυγή ενατένιση, είναι η ιαματική αίσθηση του ‘επικοινωνείν’.

Η ‘δια της βρώσεως και πόσεως’ ανταλλαγή νοήματος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του συναισθήματος της (προσδοκώμενης ή συντελεσμένης) κατανόησης[4].

Πρωταγωνιστές, πομποί και δέκτες εναλλάσσονται άτακτα στο περιβάλλον της διαλεκτικής αιμομιξίας, συγκρατώντας σθεναρά την ευπρόσωπη εκπροσώπηση τους όταν η συνείδηση απειλείται με ελαφρά συσκότιση. Κι’ όλα αυτά γύρω από το ίδιο τραπέζι. Λες και το έπιπλο σκαρώνει τερτίπια σαν υπάκουος εναλλάκτης που σκύβει υπάκουα ανακλώντας και μετατρέποντας το άρωμα και την γεύση σε συγχορδία άρρητων σημάτων, τεκμήρια ύπαρξης που προσπορίζει μόνο γνήσιους αντικατοπτρισμούς.

Mέσα στα ουράνια σώματα
με πομπούς και με κεραίες
φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα
ιστορία οι παρέες

Κλασματική απόσταξη που από την εξάτμιση προχωράει στην συμπύκνωση, αεριοποιώντας το παρελθόν και υγροποιώντας το παρόν οι φάσεις των χημικών διεργασιών λειαίνουν ευφραντικά τις αιχμές των εγκεφαλικών συνάψεων. Επεμβαίνουν χωροταξικά στην αναδιανομή προσλήψεων, εικόνων μηνυμάτων, και ακουσμάτων.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα πλημμυρίζει σωματίδια οινοπνεύματος ράθυμων εκπνοών καταστρέφοντας προσωρινά τα πρώτα οχυρωματικά κολλήματα των αναστολών.

Το οινόπνευμα διαχέεται μέσα στο (αρτηριακό, φλεβικό και τριχοειδικό) αίμα, επηρεάζοντας τα γαγγλιακά κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος με τέτοια δύναμη που η βεβαιότητα του κάποτε μεταμφιέζεται σε προσωρινή πεποίθηση του ποτέ, μέχρι τον επαναπατρισμό της την επαύριο στο πρόσωπο που κλείνει την σκηνή της αλήθειας και ανοίγει αυτήν της αυταπάτης.

Η εξομολόγηση και ο στοχασμός απελευθερώνονται έλλογα από την ισόβια καταδίκη τους επιτυγχάνοντας την αποθέωση της αμεσότητας, την επικοινωνιακή δαψίλεια και τελικά την αμφίδρομη τέρψη.
O ουρανός είναι φωτιές ανεμομαζώματα σπίθες και κυκλώματα βρε και παρέες λαμπερές το καθρεφτισμά τους στις ακρογιαλιές
Οι συνδαιτυμόνες κοιτούν υπό το κράτος λυγμικών – κυρίως- καταστάσεων μέσα από το καλειδοσκόπιο χρωμάτων και σχημάτων τις ψυχές των υπολοίπων απαιτώντας κάτι πάρα πάνω από απλή συνεννόηση.

Η λογική της εικόνας διανύει φάσεις, πρώτη από τις οποίες είναι αυτή των μεταιχμίων όπου όλοι ισορροπούν στο χείλος μίας επαπειλούμενης σχάσης συναισθημάτων που όταν συμβαίνει βυθίζει και στην συνέχεια φυγοκεντρίζει την επικοινωνία πριν από την γαλήνια χαλάρωση.

Οι άνθρωποι στην σχεδόν παραισθητική συνείδηση των γεγονότων που βιώνουν γεμίζουν αρετές στο επίπεδο της ασυνείδητής ειλικρίνειας και φιλαλήθειας, επιτυγχάνοντας έτσι την ταχεία ενηλικίωσή τους.

Η αισθητική του ‘ φαίνεσθαι’ παύει να απότελεί περιφερόμενο λάβαρο ή τίτλο τιμής . Οι περίκλειστοι μηχανισμοί αυτοπροστασίας και προσποίησης καταρρέουν και το πρόσωπο αποκαλύπτεται περισσότερο καθαρό, αγνό, διάφανο, χωρίς να διπλοεπεξεργάζεται την εικόνα του στην μηχανή του ψευδοσεινηδητού.

Αφού : «όταν κανείς σκέφτεται την αναπνοή του χάνει τον ρυθμό της»

Nα μας έχει ο Θεός γερούς
πάντα ν' ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε
βρε με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς

Σε αυτό το επίπεδο το νόημα της τροφής εκφυλίζεται ως χημική σύνθεση αναδεικνύοντας αυτό της φέρουσας κατασκευής μέσα από την οποία διοχετεύονται λόγια, συναισθήματα, λέξεις, ταξίδια, σκέψεις, ματιές, δυνάμεις πνεύματος και ψυχής τυλιγμένες σε μεμβράνη χαρμολύπης.

Βίωμα αλήθειας τα λόγια της καρδιάς εκφρασμένα σε έναρθρο λόγο οινοπνευματοποιημένο και διανθισμένο με τον γαστρονομικό λυρισμό της πολύχρωμης γεύσης..
Η ατομική μετοχή συμβολική εκπρόσωπος της μικροαστικής μας ύπαρξης προάγεται σε αστρικό δημιούργημα αυθεντικότητας.

Είναι κατά κάποιο τρόπο και απώλεια και αποκάλυψη, και φυγή και επιστροφή, και ψυχική ανάταση και οδυνηρή πτώση. Λες και η οργανική σύνθεση βγαίνει από το οπτικό πεδίο του κόσμου και αρχίζει να βλέπει αυτή τον κόσμο.
Έτσι αποκαλύπτεται η ψυχική ευρυχωρία (αν υπάρχει), όπου η ανάγκη του άλλου να διανυκτερεύσει βρίσκει καταφύγιο.
Κανένας δεν υπάρχει αφεαυτού του, αμφίδρομες και αλληλοεξαρτώμενες δυνάμεις συγκρατούν την ομήγυρη σε μία τόσο βέβαιη όσο και εύθραυστη ισορροπία.
Το στόμα εκτελωνίζει τις λέξεις με το φίλτρο της καρδιάς, αφύλακτοι ελεγκτικοί μηχανισμοί κοιτούν στα μάτια κάθ’ έναν ξεχωριστά, πειθήνια υπακούοντας στην ορχηστική μελωδία των κρυστάλλων και των μετάλλων που αγγίζονται ρυθμικά:
Τελικά “ Ο αριθμός της επικοινωνίας είναι αυστηρά το Δύο»[4].

¨Ήχοι, λόγια, αλήθειες, όλα μαζί κλωθογυρίζουν, αναμειγνύονται και ομογενοποιούνται όλα ζωτικά μέλη άμορφου νεφελώματος κάποιας εκστατικής συμφωνίας.

Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα
να πυκνώνει ο δεσμός μας και
να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές
με το ροκ του μέλλοντός μας
Prospy
Θεσσαλονίκη 24/11/2007


[1]. Αρχαία παροιμία. το ψωμί και το αλάτι δηλώνουν το κοινό δείπνο, και το κοινό τραπέζι που ως δεσμός φιλίας είναι πανάρχαια ιδέα.

[2]. Το κατ' εξοχήν ρήμα που χρησιμοποιούσαν αρχαίοι μας πρόγονοι όταν έτρωγαν ήταν το εσθίω, που από τον επικό του τύπο εδώ έχουν επιβιώσει λέξεις όπως εδώδιμος. Το ρήμα τρώγω σήμαινε "μασουλάω, τραγανίζω, ροκανίζω" και τραγήματα ή τρωγάλια ήταν οι διάφοροι ξηροί καρποί που πολύ τους αγαπούσαν οι αρχαίοι σαν επιδόρπιο ή σαν συνοδεία του κρασιού. Τα τραγήματα τα έπαιρναν μαζί τους στο θέατρο, και μάλιστα ο Αριστοτέλης λέει στα "Ηθικά Νικομάχεια" πως όταν ήταν καλοί οι ηθοποιοί, οι θεατές αρκούνταν στην απόλαυση από το έργο, ενώ όταν το έργο ήταν βαρετό, τότε κυρίως οι θεατές μασουλούσαν τραγήματα

[3]. ΝΤΕΙΒΙΝΤΣΟΝ, ΤΖΕΙΜΣ Αρχαίοι Αθηναίοι. Ηδονές, καταχρήσεις και πάθη. Αθήνα 2004. Εκδόσεις Περίπλους.

[4]. ΔΗΜΟΥ, ΝΙΚΟΣ. Τρίπτυχο, Επικοινωνία, αγάπη, ελευθερία. Αθήνα 2002, Εκδ. Πατάκη.







Δεν υπάρχουν σχόλια: